Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

Γειά σου ρε Έλληνα



Γειά σου ρε Έλληνα. Πάλι για τα φράγκα σου φωνάζεις…

Στάσου για λίγο στα κράσπεδα της δικής μας ζωής. Της κοινής. Της τετριμμένης. Της περαστικής. Της ζωής που ξεδιπλώνεται πλησίστια ανάμεσα στις αποφάσεις και τις πράξεις ενός φευγαλέου «ένθεν» και τις προσδοκίες και τα όνειρα ενός μακρινού «εκείθεν». Απλησίαστου τις περισσότερες φορές, μιας και ο πήχυς πάντα μπαίνει λίγο ψηλότερα από το ύψος που μπορεί να αντέξει, αλλά συνάμα τόσο αναγκαίου. Για να ορίζει το μέτρο, το οποίο με τη σειρά του μας ορίζει. Της ζωής όπου περνάμε όλοι μας τις περισσότερες στιγμές μας με το να στιβάζουμε πρόχειρα ανωφελείς συνήθειες, να καταστρώνουμε περίτεχνους κριούς για να αλώσουμε το θαυμασμό των γύρω, να μεγαλώνουμε τους «κατ´ εικόνα» απογόνους μας και να μοιρολογούμε τους «καθ´ ομοίωσιν» προγόνους, να λογαριάζουμε ανεξόφλητους λογαριασμούς και να ξοφλάμε ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις. Εκεί, όπου οι λεπτοδείκτες της ζωής, μας σπρώχνουν δίχως βιάση στους ακροτελεύτιους στίχους μας.
Και εμείς εκεί. Να προσμένουμε την εκπλήρωση των υψηλών μας στόχων με τασυμπαρομαρτούντα εύγε και να χάνουμε το σήμερα, με τις πληθωρικές στιγμές του. Εκεί, όπου τα μεσημέρια μας κατάντησαν διαλείμματα ανάμεσα σε τρέχουσες ανάγκες. Να σπουδάσω. Να εργαστώ. Να διοριστώ. Να αυξήσω το μισθό μου. Να αγοράσω. Να μεγαλώσω τα παιδιά μου. Να εξασφαλίσω το μέλλον τους. Να μισθοδοτήσω τα γηρατειά μου. Α, να μην ξεχάσω φεύγοντας να πάρω και τα φάρμακά μου. Αυτά δεν τα υπολόγισα. Βάλτα και αυτά στον λογαριασμό των οικείων μας ρημάτων. Των κοινών. Των τετριμμένων. Των περαστικών.
Για τα ρήματα αυτά στηνόμαστε στις κοινές αφετηρίες και για ένα μικρό προβάδισμα στη χρήση τους ξεχυνόμαστε στο αγωνιώδες κατοστάρι. Και στα ακρόστιχα καθώς φτάνουμε, κοιταζόμαστε για λίγο και συνειδητοποιούμε πως γεράσαμε. Όλοι μας το ίδιο. Κοινές ρυτίδες, κοινές αρτηρίες βουλωμένες, κοινές άνοιες, κοινές φαλάκρες. Ένα διαολεμένο κατοστάρι για να πανηγυρίσει το πιο γρήγορο χούφταλο την πρώτη θέση. Και η ζωή; Οι στιγμές της; Άστες αυτές. Ξεχάσαμε να τις βάλουμε στην γκλαμουράτη τσάντα και τώρα πετάμε για τας εξωτικάς Ευρώπας. Στον γυρισμό. Και ο γυρισμός ποτέ δεν έρχεται. Γιατί είμαστε μια ζωή φευγάτοι.
Σαν σταθείς, λοιπόν, εκεί και αντικρύσεις τις ζωές μας από τη χρήσιμη απόσταση του τρίτου προσώπου, του απ´ έξω,  θα συνειδητοποιήσεις τα σφιχτά χρονοδιαγράμματα και θα εξοργιστείς γιατί αυτή τη λιγοστή  συρμαγιά που σου χαρίστηκε, στη σπαταλάνε κάθε τόσο ανόητοι και ανεύθυνοι. Γελωτοποιοί και σαλτιμπάγκοι.  Χρόνος πολύς δεν σου απέμεινε και έχεις κουραστεί να κουνάς το δάχτυλό σου στον απέναντι για τις επιλογές του. Γιατί και αυτός το ίδιο κάνει. Όλοι σας, πανάθεμά σας, πάνω σε εισαγόμενες ιδέες κάθεστε. Και οι ιδέες, αυτές οι πόρνες του ορθού του λόγου , μάθανε να πηγαίνουνε με όποιον τις καλοπληρώνει. Μόλις τελειώσουνε το ηδονικό τους έργο αρπάζουν βιαστικά την αμοιβή και συγυρίζουν το ψεύτικο χαμόγελο, έτοιμο για τον επόμενο πελάτη. Δεν κακολογώ τις ιδέες. Κακολογώ την εμμονή τους.Το στριμμένο τους κεφάλι. Το σώνει και καλά να χωρέσουνε παντού και να έχουνε σε όλες τις κοινωνιες των ανθρώπων την ίδια πάντα γνώμη.
«Τι πρόβλημα έχετε οι Έλληνες; Ύφεση; Μισό λεπτό. Την έχω στο τσεπάκι μου τη λύση. Χαμήλωμα των φορολογικών συντελεστών». «Μα, αν τους χαμηλώσω θα αυξήσω την κατανάλωση και αυτό θα επιδεινώσει το εμπορικό μου ισοζύγιο». «Κατάλαβα, κατάλαβα πολίτες χαλασμένοι. Αστο, σου έχω καλύτερη λύση. Μισθοί πείνας στον ιδιωτικό τομέα. Να τσακίσουμε την κατανάλωση και να αλλάξει το παραγωγικό σας μοντέλο. Θα πετάξουμε και κάτι ακαταλαβίστικα για τόνωση της ανταγωνιστικότητας και ούτε γάτα ούτε ζημιά». «Μα», ψελίζεις πάλι εσύ, «υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω. Ζωές. Πώς να τσακίσω τους μισθούς δίχως να τσακίσω και δαύτες;» «Αστους να λένε», πετάγεται ο διπλανός «εμένα ακού. Αυτοί από καιρό το έχουν χάσει και δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Μεγάλωσε το κράτος σου και δώσε και αυξήσεις. Ο Κέυνς θα φροντίσει για την ανάπτυξή σου». «Μα», ξαναψελίζεις πάλι εσύ ο έρμος, «αν ρίξω λεφτά σε ένα ΑΕΠ που το 75% του είναι κατανάλωση ζωγραφίζω φαύλους κύκλους». «Ωχ μωρέ αδερφάκι μου. Πολύ το λιβανίζεις». «Μεγάλε, εδώ. Άκου εμένα. Κοινωνικοποίησε τα πάντα. Στο εργατικό προλετάριο βρίσκεται η λύση». Απυηδυσμένος δεν αντέχεις άλλο και ξεσπάς. «Ποιο προλετάριο μωρε . Ένα μάτσο υπαλλήλους γραφείων έχω και μερικούς συνταξιούχους. Που να το βρώ το εργατικό προλετάριο για να μου φτιάξουν τις χίμαιρές σας;»
Στο διάολο, λοιπόν, οι ιδέες σας. Στο διάολο οι καλογραμμωμένοι σας κομμουνισμοί απ´ την πολύ γυμναστική, οι στενοκέφαλοι και ανεπίδεκτοι μαθήσεως καπιταλισμοί σας και οι ανεκπλήρωτοι σοσιαλισμοί των εφηβικών σας χρόνων. Στο διάολο οι έτοιμες οι συνταγές  και τα προκάτ μοντέλα. Εδώ είναι Βαλκάνια. Και απ´ τα Βαλκάνια όταν γουστάρουμε κινούμε για να αναστατώσουμε ολάκερο τον κόσμο. Ήρθε ο καιρός να φτιάξουμε μονάχοι μας τη δική μας κοινωνία, που θα έχει ως θεμέλιά της την αλήθεια της κοινής λογικής, την πρωτοκαθεδρία του αυτονόητου και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
Μια κοινωνία η οποία θα επαναφέρει το δίκαιο στη θέση που του αρμόζει. Που θα φτιάχνει νόμους για να τους τηρεί και όχι για να τους περιφέρει από εφετείο σε εφετείο. Που θα διδάσκει στα σχολεία της το σεβασμό στους νόμους και όχι τις γρήγορες τις συνταγές για το πώς θα γίνουμε φραγκάτοι παπαγάλοι. Που θα διασφαλίζει την ισότητα απέναντι στον νόμο και θα επιβάλλει τις κυρώσεις του ανεξαρτήτως θέσης και τιμής του εναγόμενου και όχι μια κοινωνία που θα ανέχεται το ετεροβαρές της τιμωρίας και θα ανοιγοκλείνει υποκριτικά τα μάτια της ανάλογα με τους μέδιμνους που κουβαλάει ο καθένας μες στις τσέπες του.
Μια κοινωνία η οποία θα σέβεται το δημόσιο χώρο της και η οποία θα προτιμά να λείψουν λίγες θερμίδες παραπάνω από τα μεσημεριανά τραπέζια των παχύσαρκων παιδιών της παρα λίγα δράμια μεγαλοπρέπειας απο τα δημόσια κτίσματά της. Μια κοινωνία που θα μαθαίνει στα βλαστάρια της να περιφρουρούν τα ξύλινα θρανία και τους μεταλλικούς τους μαυροπίνακες και όχι τις πορείες και τις συγκεντρώσεις.
Μια κοινωνία στην οποία κράτος πρόνοιας θα σημαίνει «πάω στον γιατρό για μια ίωση και φεύγω με τη διάγνωση αυτή γραμμένη στο λευκό χαρτί μου και με οδηγίες θεραπείας, ξεκούραση και μπόλικα αφεψήματα από βουνίσιο τσάι». Όχι πάω στο γιατρό με ίωση και φεύγω με διπλή αντιβίωση για πιθανή πνευμονία, με εισπνεόμενο για να ανοίξουν οι ήδη ανοιχτοί μου βρόγχοι, με σιροπάκι για τα πυκνά μου φλέγματα και ένα φασονάκι για το στομάχι μην τυχόν και με πειράξει η αντιβίωση. Μια κοινωνία που το γιατρό αυτό θα τον αποκαλεί δημόσια ηλίθιο και κομπογιαννίτη και όχι μια κοινωνία που θα κρύβεται πίσω από Κουίσλινγκ, Γκαουλάιτερ και Τρόικες προκειμένου να μην εξορθολογιστεί ποτέ η φαρμακευτική της δαπάνη.
Μια κοινωνία η οποία θα είναι περήφανη για τους παραγωγούς της και θα επιλέγει συνειδητά την αγορά των προιόντων τους. Όχι μια κοινωνία που θα τους χτυπάει στην πλάτη με φενακισμένη συγκατάβαση και θα αναρτά στους διαδικτυακούς της τοίχους πολύχρωμες φωτογραφίες με made in greece προτροπές και την αμέσως επόμενη στιγμή θα απλώνει το χέρι της στα αγαθά των ξένων. Αλλα και μια κοινωνία της οποίας οι παραγωγοί θα μάθουν να σέβονται τον καταναλωτή και να βελτιώνουν συνεχώς τα προϊόντα τους. Να πιάνονται χέρι-χέρι, να συνεταιρίζονται και να μεγαλουργούνε.
Μια κοινωνία η οποία δεν θα αναζητά την ποιότητα μονάχα για να της γράφει «Άξιον Εστί» και «Ημερολόγια καταστρώματος» και  να κορδώνεται έπειτα, αυτή η επαρχιώτισα, στις κοσμοπολίτικες αίθουσες των Νόμπελ αλλα μια κοινωνία που θα αναγνωρίζει και θα επιβραβεύει το «άξιον εστί» σε όλες τις πτυχές του δημόσιου βίου της  και θα κόψει την ενοχλητική συνήθεια να μην καταγράφει στα ημερολόγια της τις ξέρες των μετρίων. Που θα αποφασίσει επιτέλους να χαρτογραφήσει τους βυθούς της, ώστε να μάθουμε πόσοι και ποιοι είναι οι μαλάκες!
Μια κοινωνία η οποία θα σέβεται αυτόν που θέλει να ξεχωρίσει και να φτάσει πρώτος στον τερματισμό, αλλά και η οποία θα επιτρέπει στον αλλιώτικο, τον διαφορετικό, τον περίεργο, για τα δικά μας γούστα, να ζήσει δίχως λαχάνιασμα τη δική του ζωή. Και να τη ζήσει με αξιοπρέπεια. Μια κοινωνία η οποία θα μπορεί να κοιτάξει στα μάτια τους χιλιάδες άνεργους των Αθηνών και να τους πεί. Ηρθε ο καιρός της αντίστροφης πορείας. Να γυρίσουμε πίσω. Να επιστρέψουμε στη ρίζα μας.Δεν είναι ντροπή ο γυρισμός. Ντροπή είναι να επιμένεις να ζείς με 500 ευρώ σε ένα ακριβό μπουρδέλο. Σχέδιο έχω. Δημόσια κτήματα έχω. Πάμε….
Μια κοινωνία η οποία δε θα καταδέχεται να ξεχύνεται στους δρόμους μονάχα όταν κάποιοι της κόβουνε τους μισθούς και τις συντάξεις της.
Μια κοινωνία που θα επαναστατεί όταν μέτριοι και ατάλαντοι διδάσκουν στα σχολεία και τα Πανεπιστήμιά της και όταν ο «ανθός της νεολαίας της» αρνείται να εφαρμόσει νόμους του κράτους επειδή του μάθανε γούστο του να είναι το καπέλο του.
Μια κοινωνία που θα ξεμπροστιάζει τον ξεφτιλισμένο δήμαρχο  που φέσωσε το δήμο και απέτυχε να βελτιώσει την καθημερινότητα των δημοτών του.
Μια κοινωνία που θα εξεγείρεται όταν ένας αιρετός διορίζει σύμβουλο τον κολλητό του και ανέχεται επι σειρά ετών την προκλητική μισθοδοσία απρόσκλητων, απ´ το ΑΣΕΠ, τεμπελχανάδων .
Μια κοινωνία που θα τα παίρνει στο κρανίο με όσους συμπολίτες της φωνάζουν να φτιαχτεί αλλού ένας ΧΥΤΑ και την ίδια στιγμή ανέχονται μέσα στα σπίτια τους τα «σκουπίδια» της τηλεόρασης και του διαδικτύου.
Μια κοινωνία που θα κατακλύζει τις πλατείες της και θα διαδηλώνει για τους φοροφυγάδες γείτονές της, τους ανάπηρους αρτιμελείς της συγγενείς και τους επιδοτούμενους αναξιοπαθούντες φίλους της με τους παχυλούς τραπεζικούς λογαριασμούς .
Όχι  μια κοινωνία που θα μυξοκλαίει μια ζωή για τα κομμένα φράγκα. Και σίγουρα όχι μια κοινωνία που θα απορρίπτει μετά βδελυγμίας την ελεύθερη αγορά της χυδαίας ύλης και την ίδια στιγμή θα καταναλώνει βουλιμικά τα προϊόντα και τα δανεικά της και θα αποθεώνει τους ψυχοπονιάρικους μαρξισμούς, αυτούς που αναφώνησαν κάποτε πως τα πάντα είναι οικονομία και πως ο πολιτισμός είναι απλό καθρέφτισμα της χυδαίας ύλης. Εκατέρωθεν χυδαιότητα, λοιπόν!
Εν ολίγοις. Μου απέμειναν άλλα τόσα χρόνια ζωής. Στο περίπου πάντα. Άλλα τριάντα χρόνια για να ζήσω, να αγαπήσω, να γνωρίσω, να διαβάσω, να ταξιδέψω, να αδράξω τις ευκαιρίες μου και να τις κάνω εμπειρίες. Άλλα τριάντα χρόνια για να γνωριστώ με ρήματα αλλιώτικα από εκείνα που συνήθισα να ακούω από τους γύρω μου. Με ενοχλεί μονάχα πως για να τα ζήσω όλα αυτά πρέπει πρώτα να οργιστώ και στη συνέχεια να ακολουθήσω όλη τη γνωστή πεπατημένη της «κρεμμυδοεπανάστασης» του κώλου. Συνωστισμένα πεζοδρόμια, συνθήματα σε ανορθόγραφα πλακάτ, αναπνοές ανθρώπων να μυρίζουν, ανεγκέφαλες αδρεναλίνες, ασφυξιογόνα χημικά και μάτια να δακρύζουν. Και όλα αυτά για να ξεκουμπιστούν οι πισινοί που μπαστακώθηκαν πάνω στην ζωή μου. Και εγώ δε θέλω ούτε τους μεν να ανέχομαι, αλλά ούτε και τους δε να ακολουθήσω. Τον άλλο δρόμο ψάχνω. Γιατί μου απέμειναν άλλα τόσα χρόνια ζωής. Και επιλέγω πια να μην τα σπαταλήσω….
*Ο Τάσος Φούντογλου είναι ειδικευομενος νεφρολογίας